περικαθαίρω

περικαθαίρω
περικαθαίρω aor. 3 sg. περιεκάθαρεν Josh 5:4 (s. καθαρός; Pla. et al.; Phlegon: 257 Fgm. 36, 1, 11 Jac. [περικαθαίρεσθαι=have oneself purified by rites of propitiation]; LXX; Philo, Plant. 112) purify completely περικαθαίρων (w. οἰωνοσκόπος, ἐπαοιδός, μαθηματικός) one who performs purificatory rites of propitiatory magic for gain, magician D 3:4 (s. WKnox, JTS 40, ’39, 146–49, who proposes the transl. ‘the one who performs circumcision’).—DELG s.v. καθαρός.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περικαθαίρω — Α 1. καθαρίζω κάτι από όλες τις μεριές, από παντού, καθαρίζω κάτι εντελώς («οἱ ἁλιεῑς τὰ δίκτυα περικαθαίρουσι», Αριστοτ.) 2. καθαρίζω κάτι στις άκρες 3. μτφ. εξαγνίζω κάτι εντελώς …   Dictionary of Greek

  • περικαθαίρω — περί καθαίρω cleanse pres subj act 1st sg περί καθαίρω cleanse pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικάθαρσις — ἡ, άρσεως, Α [περικαθαίρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περικαθαίρω, πλήρης κάθαρση …   Dictionary of Greek

  • περικάθαρμα — τὸ, Α [περικαθαίρω] 1. καθαρμός, εξάγνιση 2. μτφ. (για πρόσ.) απόβρασμα τής κοινωνίας, κάθαρμα («ὡς περικαθάρματα τοῡ κόσμου ἐγεννήθημεν», ΚΔ) …   Dictionary of Greek

  • περικαθαρμός — ὁ, Α [περικαθαίρω] πλήρης εξαγνισμός …   Dictionary of Greek

  • περικαθαρτήριον — τὸ, Α συν. στον πληθ. τὰ περικαθαρτήρια (κατά τον Ησύχ.) «θυσίαι ἐξαγνιστικαί». [ΕΤΥΜΟΛ. < περικαθαίρω + επίθημα τήριον (πρβλ. μελετη τήριον)] …   Dictionary of Greek

  • περικαθαρτής — ὁ, Α [περικαθαίρω] 1. αυτός που καθαρίζει κάτι εντελώς 2. αυτός που εξαγνίζει κάτι …   Dictionary of Greek

  • περιρρέζω — Α εξαγνίζω με θυσία, περικαθαίρω («περιρρέζειν τὸ ἐπὶ τοῑς καθαρσίοις θύειν», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ῥέζω «ενεργώ, πράττω, τελώ θυσίες»] …   Dictionary of Greek

  • προπερικαθαίρω — Α καθαρίζω ολόγυρα προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + περικαθαίρω «καθαρίζω ολόγυρα»] …   Dictionary of Greek

  • ՅԱՊԱՒԵՄ — (եցի.) NBH 2 0330 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 12c, 13c ն. περικαθαίρω, περικείρω, κείρω , ἁπωθέω, κόπτω, ἁκροτηριάζω circumquaque purgo, circumcido, circumtondo, amputo, succido, incido, decacumino, miutrilo, trunco. Յատանել.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”